masters-lv

Οι πιο ακριβές τσάντες του κόσμου!

*Γράφει η Όλια Λύκου.

Έχετε σκεφτεί πόσα χρήματα θα ξοδεύατε για μια τσάντα; Εμείς συγκεντρώσαμε όλες εκείνες τις τσάντες για τις οποίες έχουν δαπανηθεί πολλά εκατομμύρια σε δημοπρασίες σε όλο τον κόσμο. Όλοι έχουμε ακουστά τις ιστορικές πωλήσεις των συλλογών καλλιτεχνικών έργων, που κάποτε ανήκαν σε αμερικανικές τραπεζικές δυναστείες και Γάλλους καλλιτέχνες, μέσα στα ιερά τείχη του βρετανικού οίκου δημοπρασιών Christie’s. Το Christie’s είναι το κατάλληλο μέρος για να πας αν ανήκεις στο 1% του πληθυσμού της γης όπου της περισσεύουν γύρω στα 342 εκατομμύρια ώστε να τα διαθέσει για ένα πίνακα του Leonardo Da Vinci ή ψάχνει για ένα από τα μπουκάλια του κρασιού μύθου Romanée-Conti. Πέρα όμως από όλα αυτά στο σφυρί βγαίνουν και εκείνες οι τσάντες με μερικά από τα σπανιότερα, πιο πολυτελή, πιο παρακμιακά – και πιο ακριβά – σχέδια που έχουν γίνει ποτέ.

Η μεγαλύτερη πώληση σε δημοπρασία σε τσάντες και αξεσουάρ που έσπασε το ευρωπαϊκό ρεκόρ ήταν μια τσάντα του οίκου Hermès. Η ματ Himalaya Niloticus κροκό Birkin 35 με αγκράφα από 18 καράτια λευκόχρυσου και διαμάντια, ξεπέρασε τα £ 236,750, υπερβαίνοντας την εκτίμηση της κατά περισσότερο από 60%. Είναι η τρίτη πώληση αυτού του είδους σε διάστημα μόλις ενός έτους από τη δημοπρασία, η οποία σημείωσε αξιοσημείωτη επιτυχία στις πωλήσεις του οίκου όσον αφορά την ανάπτυξη των πελατών (31% νέοι αγοραστές: 30% από την Ασία, 30% από τις ΗΠΑ και 30% από την Ευρώπη).

Hermès Birkin Himalaya Niloticus

Την εμφάνιση της στη δημοπρασία έκανε και μια σπάνια τσάντα του οίκου Louis Vuitton (162.500 λίρες). Η τσάντα είναι ένα σπάνιο ταξιδιωτικό μπαουλάκι του 1892 από αλουμίνιο. Η σπανιότητα της συγκεκριμένης τσάντας βασίζεται στο ότι την εποχή της κατασκευής της το αλουμίνιο και η παραγωγή του ήταν πιο ακριβή από εκείνη του χρυσού. Επίσης μια custom made Hermès Quelle Idole η οποία κατασκευάστηκε από τον οίκο το 2000 για να γιορτάσει το millenium, δημοπρατήθηκε για £ 68,750.

Louis Vuitton
Hermès Quelle Idole

Σύμφωνα με την Rachel Koffsky, η οποία είναι επικεφαλής του Christie’s International Handbags and Accessories, η αγορά έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 10 χρόνια. ” Οι γυναίκες βλέπουν τις τσάντες τους πλέον ως περιουσιακό στοιχείο και όχι μόνο σαν ένα επιπόλαιο αξεσουάρ», παρατηρεί. “Βλέπουμε γυναίκες συλλέκτες να εμφανίζονται όλο και περισσότερο στις δημοπρασίες και να εξετάζουν αυτά τα κομμάτια όπως ακριβώς έκαναν παραδοσιακά οι άντρες με τις συλλογές ρολογιών. Υπάρχει μια επίγνωση σχετικά με το τι σημαίνει μια συλλεκτική τσάντα και τι αξία έχουν αυτά τα κομμάτια στην πρωτογενή και τη δευτερογενή αγορά. “Οι τσάντες, προσθέτει ο Koffsky, είναι μία από τις κατηγορίες όπου το μεγαλύτερο μέρος των πλειοδοτών είναι γυναίκες , όταν πχ στην κατηγορία των κοσμημάτων η πλειονότητα είναι άνδρες. Η φρενίτιδα με τη συλλογή τσαντών οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στη δημοτικότητα του Instagram,στα fan accounts, στα tour σε ντουλάπες διάσημων Youtubers αλλά και στο λανσάρισμα ορισμένων σχεδίων από οίκους με βάση σχέδια του παρελθόντος – όπως  πχ το μονόγραμμα του οίκου Gucci της Alessandro Michele και η τσάντα σέλα του οίκου Dior από τη Maria Grazia Chiuri.

Η τσάντα σέλα του οίκου Dior

 

Οι οίκοι σήμερα τόσο στις τσάντες όσο και στα αξεσουάρ μπορούν να συνδεθούν με ένα συγκεκριμένο σχεδιαστή, εξάλλου όλη η μακροβιότητα ενός δημιουργικού διευθυντικού σχήματος σε έναν οίκο μόδας καθορίζεται συχνά από την επιτυχία αυτών των κατηγοριών. Η εισβολή του οίκου Louis Vuitton στη δημιουργία συλλεκτικών τσαντών είναι σχετικά πρόσφατη – όταν ο Marc Jacobs πήρε το τιμόνι του οίκου. Ο σχεδιαστής ξεκίνησε συνεργασίες με καλλιτέχνες όπως οι Takashi Murakami, Yayoi Kusama και Richard Prince και η κληρονομιά που άφησε είναι αισθητή μέχρι και σήμερα. (Πέρυσι, η Louis Vuitton ξεκίνησε τη δεύτερη συλλογή Masters σε συνεργασία με τον Jeff Koons.)

Louis Vuitton Jeff Koons

Παρόλο που υπάρχει μια τυποποιημένη εξίσωση για να καθορίσετε την πιθανή αξία μιας τσάντας, δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες . Η σπανιότητα της είναι απολύτως σημαντικός παράγοντας, όπως και η κατάσταση της (βαθμολογείται από ένα για μια καινούρια, έως το έξι για μια κατεστραμμένη). Μετά υπάρχει το μοντέλο, η ηλικία, τα υλικά, η ετικέτα, το μέγεθος (υπάρχει μια σημαντική τάση για μικρές τσάντες στις δημοπρασίες τον τελευταίο καιρό) και επίσης πόσο έντονος υποψήφιος υπάρχει στο χώρο την ημέρα της δημοπρασίας. “Ένας συλλέκτη που ψάχνει για αυτή τη τσάντα για 10 χρόνια, θα πληρώσει οποιοδήποτε ποσό γι ‘αυτή», λέει η Koffsky. Το δωμάτιο συνήθως κυμαίνεται στις γυναίκες που γίνονται για πρώτη φορά αγοραστές ενός τέτοιου κομματιού και φεύγουν φορώντας το, έως τις έμπειρες κορυφαίες αγοραστές, οι οποίος μεταχειρίζονται τα κομμάτια αυτά σαν τέχνη και τα αποθηκεύουν σε ειδικά ντουλάπια.

“Υπάρχει ένας κύκλος ζωής για μια τσάντα ώστε να γίνει limited edition“, λέει η Koffsky. Αναμείνετε μια τεράστια πριμοδότηση στην αγορά όταν ξεκινά, στη συνέχεια, για ένα χρόνο μπορεί ο οίκος να βιώσει μια βουτιά στις πωλήσεις πριν γίνει το μπαμ. Αφορμή μπορεί να είναι ένας διάσημος ή ένας σημαντικός influencer που δημιουργεί το ανανεωμένο ενδιαφέρον. Εποχή με την εποχή, η αγορά είναι επιρρεπής σε διακυμάνσεις. Και αυτές οι σπάνιες τσάντες είναι η απόλυτη anti-fast αγορά μόδας – μακράς διαρκείας κομμάτια κειμήλια με μια πολύ εγγυημένη αξία μεταπώλησης. Η Koffsky προβλέπει ότι εάν ξοδεύετε £ 2000 σε ένα κομμάτι μπορείτε να είστε σίγουροι ότι θα πάρετε τα χρήματα σας πίσω εάν το μεταπουλήσετε. Η πρόσφατη είδηση ότι ο οίκος Chanel δεν θα χρησιμοποιεί πλέον εξωτικά δέρματα ή γούνα στα σχέδια του σίγουρα θα αυξήσει την αξίας ορισμένων vintage κομματιών.

Chanel

Οι τσάντες είναι επίσης ένα πολύ προσωπικό πράγμα. Κρατούν τα μυστικά μας, λένε μια ιστορία. Για παράδειγμα, το μικροσκοπικό μοτίβο πεταλούδας που θα βρείτε μέσα σε μια τσάντα του οίκου Hermès σημαίνει ότι ήταν έτοιμο για τον αγοραστή εκείνη τη στιγμή, καθιστώντας τη ακόμα πιο συλλεκτική. Εξαιτίας αυτών των ειδικών ιππικών δεξιοτήτων και κληρονομιάς, σε συνδυασμό με την απαράμιλλη ποιότητα του οίκου, οι τσάντες Hermès έχουν την υψηλότερη απόδοση σε σχέση με οποιαδήποτε τσάντα στον κόσμο.

Μέχρι την επόμενη φορά… think pink!

Πηγή: vogue.co.uk

 

Tags:
0 shares
Η Όλια Λύκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1993 όπου και ζει. Σπούδασε "Κοινωνιολογία" στο Πάντειo Πανεπιστήμιο και "Fashion Styling" στη σχολή μόδας Pansik Scuola di moda, με πλήρη υποτροφία. Έχει εργαστεί σαν "freelancer fashion stylist" σε περιοδικά, διαφημιστικά, σε καμπάνιες Ελλήνων σχεδιαστών και brands, καθώς και στην τηλεόραση. Τέλος έχει εργαστεί σαν "fashion editor" στο e-shop Bags icon, για τρία χρόνια, ενώ παράλληλα απασχολήθηκε στον εμπορικό τομέα.