the-rarest-anna-wintour-photos-from-the-past-30-years-1969551-1478642490.640x0c

Μόδα για αρχάριους: #4 Anna Wintour, η γυναίκα που κρύβεται πίσω από την κυριαρχία του περιοδικού Vogue!

*Γράφει η Ελένη Κόκλα-Βενέτικου.

“Eάν δεν το πει η Anna Wintour δεν είναι στη μόδα”. Ισχυρογνώμων, απαιτητική, ακόμα και «σκύλα» για κάποιους, διάσημη για τα χαρακτηριστικά της αυτά, τα οποία έγιναν αφορμή για να βασιστεί σε εκείνη ο χαρακτήρας της Meryl Streep στην ταινία «The Devil Wears Prada». Πολλοί έχουν δει την υπέροχη αυτή ταινία, λίγοι όμως ξέρουν ποια πραγματικά είναι αυτή στην οποία έχει βασιστεί.

H Anna Wintour γεννήθηκε στο Hampstead του Λονδίνου στις 3 Νοεμβρίου του 1949. Ο πατέρας της, Charles, ήταν αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Evening Standard» και η μητέρα της, Eleanor «Nonie» Trego Baker, ήταν Αμερικανίδα και κόρη καθηγητή νομικής του πανεπιστημίου του Harvard. O Charles και η Eleanor παντρεύτηκαν το 1940 και χώρισαν 39 χρόνια αργότερα, το 1979. Μετά το διαζύγιο των γονιών της, ο πατέρας της ξαναπαντρεύτηκε την ιδρύτρια των περιοδικών «Honey» και «Petticoat», Audrey Slaughter.

Στα νεανικά της χρόνια, η Anna Wintour έλαβε παιδεία από το North London Collegiate School, όπου η έντονη προσωπικότητά της είχε ως αποτέλεσμα πολύ συχνά να επαναστατεί ενάντια στους ενδυματολογικούς κανόνες του σχολείου και σαν άλλη Coco Chanel να ανεβάζει το στρίφωμα της φούστας αρκετά εκατοστά προς τα πάνω. Το 1963 ήταν η πρώτη φορά που έκοψε τα μαλλιά της στο διάσημο πλέον καρέ, που διατηρεί μέχρι και σήμερα, και έγινε σήμα κατατεθέν της. Το ενδιαφέρον της για τη μόδα ενισχύθηκε, παρακολουθώντας τις εκπομπές «Ready Steady Go!» της Cathy McGowan και διαβάζοντας τεύχη του περιοδικού Seventeen, τα οποία της έστελνε η γιαγιά της από την Αμερική. Ταυτόχρονα, η Anna ήταν το πρόσωπο που συμβουλευόταν ο πατέρας της προκειμένου να αυξήσει το νεανικό αναγνωστικό του κοινό.

Αποφασισμένη, όπως φαίνεται, ήδη από τότε, να αποκτήσει status και δύναμη, ξεκίνησε σε ηλικία 15 ετών να βγαίνει με νεαρούς άνδρες που διέθεταν τις απαραίτητες γνωριμίες, όπως ο Piers Paul Read -24 ετών τότε- αλλά και ο αρθρογράφος κουτσομπολίστικων στηλών Nigel Dempster.

«Νομίζω πως ήταν απόφαση του πατέρα μου το ότι έπρεπε να δουλέψω στη μόδα», είπε η Anna Wintour σε συνέντευξή της  και μάλλον ήταν αλήθεια, αφού εκείνος ήταν που κανόνισε την πρώτη δουλειά της κόρης του, στη διάσημη μπουτίκ ρούχων Biba, όταν η Anna ήταν 15 ετών. Την επόμενη χρονιά, η Wintour εγκατέλειψε το North London Collegiate για να ενταχθεί σε ένα πρόγραμμα μαθητείας του πολυκαταστήματος Harrods και παράλληλα, κατ’ εντολή των γονιών της, ξεκίνησε και μαθήματα μόδας σε σχολή της περιοχής, τα οποία πολύ σύντομα εγκατέλειψε, λέγοντας ότι «Είτε ξέρεις από μόδα, είτε όχι» .

Η πρώτη της εμπειρία από την έκδοση ενός περιοδικού ήρθε με τη βοήθεια ακόμα ενός μεγαλύτερου συντρόφου της, του Richard Neville και του περιοδικού του, Oz. Το 1970, όταν το Harper’s Bazaar UK συγχωνεύθηκε με το περιοδικό Queen και έγινε Harper’s & Queen, η Anna Wintour ήταν από τις πρώτες που προσελήφθησαν ως βοηθοί σύνταξης. Βέβαια, μετά από διαρκείς διαφωνίες με την αντίπαλό της, Min Hogg, παραιτήθηκε από το περιοδικό και μετακόμισε στη Νέα Υόρκη με τον τότε σύντροφό της,  Jon Bradshaw.

Στο νέο της, πλέον, σπίτι εργάστηκε από το 1975 ως Junior Fashion Editor στο Harper’s Bazaar με έδρα της τη Νέα Υόρκη. Φαίνεται, όμως, πως ο ιδέες της για τις φωτογραφήσεις παραήταν καινοτόμες, οδηγώντας στην απόλυσή της από τον εκδότη Tony Mazzola.
Η επόμενη θέση της ήταν ως συντάκτρια μόδας στο περιοδικό Viva. Στο Viva η Anna Wintour χρειάστηκε να προσλάβει και την πρώτη της προσωπική βοηθό, κάτι που ξεκίνησε τις φήμες για το πόσο δύσκολο και απαιτητικό αφεντικό είναι. Το περιοδικό δεν ήταν κερδοφόρο και ο Guccione αποφάσισε να σταματήσει την κυκλοφορία του.

Το 1980 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να διαδεχθεί την Elsa Klensch στη θέση της αρχισυντάκτριας μόδας στο νέο γυναικείο περιοδικό Savvy, σκοπός του οποίου ήταν να απευθυνθεί σε γυναίκες καριέρας που είχαν οικονομική ανεξαρτησία.

Πρόκειται για το ίδιο αναγνωστικό κοινό, στο οποίο στόχευσε και αργότερα με τη Vogue. Την επόμενη κιόλας χρονιά, ανέλαβε την αρχισυνταξία μόδας στο περιοδικό New York, όπου οι ιδιαίτερες φωτογραφήσεις που οργάνωνε, ξεκίνησαν να τραβούν την προσοχή, κάνοντας έτσι τον αρχισυντάκτη Edward Kosner να λυγίζει τους κανόνες του, ώστε εκείνη να μπορεί να έχει την απαραίτητη ελευθερία κινήσεων. Μέσα από τη συνεργασία της με τη Rachel Ward, για το εξώφυλλο του περιοδικού, κατάλαβε πόσο γρήγορα και εύκολα αυξάνονταν οι πωλήσεις των τευχών, στα εξώφυλλα των οποίων βρίσκονταν διασημότητες. «Η Anna είδε την κυριαρχία των celebrities να έρχεται, πολύ πριν το συνειδητοποιήσει οποιοσδήποτε άλλος», είπε η Grace Coddington σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα. Την ίδια περίοδο, ένας πρώην συνάδελφος έκλεισε συνέντευξη στη Wintour με την τότε αρχισυντάκτρια της Αμερικανικής Vogue, Grace Mirabella, η οποία τελείωσε απότομα, όταν η Anna της είπε ότι ήθελε τη θέση της.

Λίγα χρόνια αργότερα, η Anna Wintour ξεκίνησε να εργάζεται για τη Vogue, όταν ο διευθυντής σύνταξης του ομίλου Conde Nast -στον οποίο ανήκει και η Vogue- της μίλησε για μια ανοιχτή θέση στο περιοδικό. Αυτό έγινε το 1983. Η Wintour δέχτηκε μόνο μετά από μία άτυπη ‘δημοπρασία’ για το μισθό της, η οποία τον διπλασίασε, και έτσι έγινε η πρώτη διευθύντρια δημιουργικού του περιοδικού. Οι αλλαγές που έκανε στο περιοδικό γίνονταν συχνά χωρίς να έχει καν λάβει γνώση η Mirabella, γεγονός που προκαλούσε εντάσεις ανάμεσα στο προσωπικό.

Το 1985, η Wintour ανέλαβε για πρώτη φορά την αρχισυνταξία της Vogue, στη Βρετανική εκδοχή της, μετά τη συνταξιοδότηση της Beatrix Miller. Με το που βρέθηκε στη θέση, αντικατέστησε μεγάλο τμήμα του προσωπικού και συγκέντρωσε στα χέρια της μεγαλύτερο έλεγχο από κάθε προηγούμενο αρχισυντάκτη, αποκτώντας το προσωνύμιο «Nuclear Wintour». Οι αλλαγές της μετακίνησαν το περιοδικό από τη συνήθη εκκεντρικότητα που το χαρακτήριζε, σε μία εκδοχή κοντινότερη στο Αμερικάνικο περιοδικό. Η αναγνώστρια στην οποία στόχευε ήταν η  ίδια γυναίκα, στην οποία προσπάθησε να απευθυνθεί κάποια χρόνια πριν και το Savvy.

Το 1987 επέστρεψε στη Νέα Υόρκη για να αναλάβει το περιοδικό House & Garden, του οποίου η αναγνωσιμότητα ερχόταν εδώ και καιρό πίσω από το βασικό του αντίπαλο, το Architectural Digest. Έτσι, ο όμιλος Conde Nast στηρίχθηκε στη Wintour για να βελτιώσει την εικόνα του. Οι αλλαγές που έκανε ήταν και πάλι πολλές, τόσο στο προσωπικό, όσο και στο περιεχόμενο, αφού μέσα στην πρώτη κιόλας εβδομάδα ακύρωσε φωτογραφήσεις αξίας 2 εκ. δολαρίων(!).  Όπως είναι λογικό, οι αλλαγές έκαναν μεγαλύτερο κακό στην εικόνα του περιοδικού, με πολλές συνδρομές να ακυρώνονται και πολλούς από τους μέχρι τότε διαφημιζόμενους σε αυτό να αποσύρουν τη χρηματοδότησή τους.

Δέκα μήνες αργότερα, η Anna Wintour ανέλαβε την αρχισυνταξία της Αμερικανικής Vogue. Υπό τη διεύθυνση της Mirabella, το περιοδικό είχε επικεντρωθεί περισσότερο στο lifestyle ως σύνολο και λιγότερο στη μόδα, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανησυχία ότι θα έχανε έδαφος απέναντι στο νεοεισαχθέν στην Αμερικανική αγορά Elle. Τις αναμενόμενες, πλέον, αλλαγές που έκανε η Wintour στο προσωπικό, ακολούθησαν οι αλλαγές στο ύφος των εξωφύλλων: σε αντίθεση με την προτίμηση της Mirabella στα πορτρέτα γνωστών μοντέλων της εποχής, τραβηγμένα μέσα σε στούντιο φωτογραφήσεων, η Wintour προτίμησε να δείξει μεγαλύτερο τμήμα του σώματος και να κάνει τις φωτογραφήσεις σε εξωτερικούς χώρους, όπως η Diana Vreeland παλαιότερα. Ακόμα, προτίμησε λιγότερο γνωστά μοντέλα και σέταρε λιγότερο ακριβά ρούχα με κομμάτια υψηλής ραπτικής.

Το πρώτο τεύχος της Αμερικανικής Vogue, που έφερε την υπογραφή της, κυκλοφόρησε το Νοέμβριο του 1988, με μια φωτογραφία του Peter Lindbergh, στην οποία η 19χρονη τότε Michaela Bercu φορούσε ξεβαμμένα τζιν αξίας μόλις 50 δολαρίων και ένα τζάκετ κεντημένο με κοσμήματα, δια χειρός Christian Lacroix, αξίας 10.000 δολαρίων. Αυτή ήταν και η πρώτη φορά που ένα μοντέλο στο εξώφυλλο της Vogue εμφανιζόταν να φοράει τζιν!

Υπό την ηγεσία της, το ιστορικό γυναικείο περιοδικό ανανέωσε την αφοσίωσή του στη μόδα και επέστρεψε στο βάθρο που κατείχε και την εποχή που τα ηνία κρατούσε η Vreeland, ξεπερνώντας σε πωλήσεις και τους τρεις βασικούς αντιπάλους του: το Elle, το Harper’s Bazaar και το Mirabella, το οποίο ίδρυσε ο Rupert Murdoch για την προκάτοχο της Wintour στη Vogue. Πλέον, μοναδική αντίπαλος της Wintour ήταν μόνο η Tina Brown, αρχισυντάκτρια του Vanity Fair.

Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα, η Wintour -εκτός απ’ όλα τ’ άλλα- έχει τον δικό της τρόπο για να επικοινωνεί και να συνεννοείται με τους συνεργάτες της, να προάγει και να επιβραβεύει τους δημοσιογράφους του περιοδικού, αλλά και να “σκοτώνει” την ψυχολογία τους. Όλα αυτά με μόνο δύο λέξεις, εκ των οποίων η μία είναι το δικό της, προσωπικό αρκτικόλεξο. O λόγος για το περίφημο “AWOK”, που σημαίνει ότι η Anna Wintour έχει δώσει το “ΟΚ” για κάτι, κοινώς το έχει εγκρίνει. Για τη γυναίκα που θα διαβάσει άπειρες φορές ένα άρθρο μέχρι να δώσει την τελική της έγκριση, θεωρείται φόρος τιμής (για τον συντάκτη, φυσικά) να δει ένα post-it με αυτά τα αρχικά επάνω, σημαίνει ότι κάτι έκανε σωστά και κατάφερε να εντυπωσιάσει τη “σιδηρά κυρία” της Vogue.

“Κανένας δεν ξεχνά το πρώτο του AWOK, γραμμένο απ’ το χέρι της. Ούτε δημοσιογράφος, ούτε στιλίστας, ούτε υπεύθυνος παραγωγής κάποιου project. Κανένας!”, γράφει η υπεύθυνη του ρεπορτάζ μόδας της Vogue, Chioma Nnadi. Είναι ο τρόπος της Wintour να επιβραβεύει τη δουλειά των ανθρώπων που συνεργάζονται μαζί της, χωρίς πολλά λόγια, κανέναν -φαινομενικά- ενθουσιασμό, χωρίς την παραμικρή ενθάρρυνση. Αυτό, κατά την ίδια, αρκεί. Φυσικά, υπάρχουν και χειρότερα μηνύματα που μπορεί ένας δημοσιογράφος να βρει γραμμένα πάνω σε κίτρινο χαρτάκι στο γραφείο του. Το ίδιο μονολεκτικά (μετά βίας δύο ή τρεις λέξεις) και το ίδιο αιματηρά. “Όχι”, “ξαναπροσπάθησε” και φυσικά υπάρχει η λέξη που μπορεί να προκαλέσει στους ανθρώπους της Vogue όλο το φάσμα των αρνητικών συναισθημάτων ταυτόχρονα: άγχος, ανησυχία, τρόμος στη θέα της λέξης “βαρετό” κάτω από ένα θέμα τους. Το να αποκαλεί κάτι ή κάποιον η Wintour βαρετό πολλές φορές ισοδυναμεί με προειδοποιητική βολή γι’ αυτόν που την έκανε να βαρεθεί. Υπάρχει κάτι χειρότερο από το “βαρετό”; Βεβαίως. Το post-it που γράφει “συνάντησε με”. Κατά την Nnadi κανένα άλλο μήνυμα της Wintour δεν μπορεί να προκαλέσει σε έναν συνεργάτη της μεγαλύτερο πανικό και σύγχυση από αυτό το φαινομενικά αθώο ραβασάκι συνάντησης. Συνήθως, πρόκειται για ραντεβού στα οποία ο παραλήπτης του μηνύματος θα πρέπει να είναι έτοιμος για όλα. Ακόμη και για το ενδεχόμενο να αναζητήσει νέα θέση εργασίας.

To 2008, η Βασίλισσα Ελισάβετ έχρισε την Anna Wintour «Αξιωματικό του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας», το περιοδικό, όμως, κλήθηκε να αντιμετωπίσει μία σημαντική κρίση. Το τεύχος Απριλίου φιλοξενούσε στο εξώφυλλό του τον LeBron James και τη Gisele Bunchen και επικρίθηκε έντονα για την αναπαραγωγή στερεοτύπων. Αρνητικές κριτικές συγκέντρωσε και το φόρεμα δια χειρός Karl Lagerfeld, το οποίο επέλεξε για το Met Gala και χαρακτηρίστηκε ως «το χειρότερο faux pas της μόδας για το 2008». Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, το Vogue Living ανέβαλε την κυκλοφορία του επ’ αόριστον, ενώ το Men’s Vogue αποφασίστηκε να κυκλοφορεί δύο φορές το χρόνο και μάλιστα ως ένθετο στο γυναικείο. Τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, όταν στο τεύχος Δεκεμβρίου, κεντρική θέση είχε ένα αρνητικό σχόλιο που είχε κάνει η Jennifer Aniston για την Angelina Jolie, κάτι που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της πρώτης, αλλά και σχόλια ότι η Wintour είχε χάσει το χαρακτήρα της.

Έτσι, επόμενο ήταν να εμφανιστούν φήμες για επικείμενη συνταξιοδότησή της και αντικατάστασή της από την αρχισυντάκτρια της Γαλλικής Vogue, Carine Roitfeld.
Ο όμιλος Conde Nast σε μία ολοσέλιδη καταχώρηση στους New York Times υπερασπίστηκε τη Wintour, αριθμώντας, μάλιστα, τα κατορθώματά της, και δίνοντας τέλος στις φήμες. Το 2009 η Wintour δήλωσε στην εκπομπή «60 Minutes» ότι δεν επρόκειτο να συνταξιοδοτηθεί και ότι θεωρούσε χρέος της να οδηγήσει το περιοδικό στην έξοδο από την κρίση που αντιμετώπιζε.

Το 2013 ο όμιλος Conde Nast έδωσε στη Wintour την καλλιτεχνική διεύθυνση όλων των περιοδικών του, έχοντας παράλληλα και τη θέση της στη Vogue, ενώ ανέλαβε και πολλές από τις αρμοδιότητες του Si Newhouse, του 80χρονου  προέδρου της εταιρείας που αποτραβήχτηκε από το ρόλο του αυτόν, προκειμένου να έχει την εποπτεία της μητρικής εταιρείας. Τον Ιανουάριο του 2014, το Metropolitan Museum of Art έδωσε το όνομα της Wintour στο τμήμα Κοστουμιών του, το οποίο εγκαινίασε τον Μάιο η Michelle Obama.

«Το “The Devil Wears Prada” μετέτρεψε την εικόνα της Wintour από αυτήν μιας απλής δημόσιας προσωπικότητας σε αυτήν ενός πολιτιστικού ινδάλματος». Πράγματι, από την κυκλοφορία της ταινίας έως σήμερα, η Wintour όχι μόνο έχει εξιλεωθεί για την εικόνα της, αλλά πλέον λατρεύεται ξεκάθαρα και δικαίως, μιας και είναι από τους ελάχιστους -αν όχι η μόνη- που διοικεί ένα επιτυχημένο περιοδικό το 2016. Εξακολουθεί να είναι ένας από τους πιο δυνατούς ανθρώπους στο χώρο της μόδας, δημιουργεί τις τάσεις που οι άλλοι ακολουθούν και αναδεικνύει νέους ανερχόμενους σχεδιαστές.

Πηγές:

www.stylist.co.uk
www.vogue.co.uk
www.britannica.com
www.businessoffashion.com

Tags:
0 shares
Ο Νίκος Αλιάζης είναι ένας νέος σχεδιαστής με καταγωγή από την Ζάκυνθο. Έχει σπουδάσει "Fashion Design & Construction" στη σχολή μόδας Pansik Scuola di Moda με πλήρη διετή υποτροφία. Επίσης, είναι απόφοιτος του τμήματος "Κοινωνιολογίας-Εγκληματολογίας" του Παντείου Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα λίγα χρόνια ενασχόλησης του με τη μόδα έχει συνεργαστεί με διάφορα διεθνή περιοδικά (Vogue Italia, L'Officiel,Drama Magazine κ.α.),όπως και με επιτυχημένα brands της Ελλάδας και του εξωτερικού (ΝΙΚΕ, .LAK κ.α.) Το 2019 δημιούργησε το brand γυναικείας ένδυσης "Νikos Aliazis". Δουλειές του έχουν δημοσιευθεί στο Fashion TV, στο FF Channel και έχει συμμετάσχει στο Greece's Next Top Model, αλλά και στο Switzerland's Next TopModel ως guest σχεδιαστής.